- μαργαρολιθαράτος
- μαργαρολιθαράτος, -η, -ον (Μ)διακοσμημένος με μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους («κορτίνας χρυσιοτσάπωτας μαργαρολιθαράτας», Διήγ. Βελ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρος + λιθαράτος (< λιθάρι + κατάλ. -άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.